- μελάσσα
- ηχημ. οργανική ουσία που απομένει ως μη κρυσταλλούμενο υπόλειμμα μετά την παραλαβή τής κρυσταλλικής ζάχαρης από το εκχύλισμα τών ζαχαροτεύτλων ή τού ζαχαροκάλαμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
σιρόπι — και σορόπι, το, Ν 1. παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή μελιού σε νερό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στη φαρμακευτική 2. φάρμακο σε υγρή μορφή με προσθήκη γλυκού διαλύματος 3. η μελάσσα τού ζαχαροκάλαμου 4. καθετί που είναι πολύ γλυκό… … Dictionary of Greek
Ρεσίφε — (Recife). Πόλη της βορειοανατολικής Βραζιλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας Περναμπούκο. Η πόλη εκτείνεται σε περιοχή λιμνοθάλασσας, ένα τμήμα της στα νησιά και στις χερσονήσους και ένα άλλο στη στεριά, στη συμβολή του Καπιμπερίμπε και του … Dictionary of Greek